5′ διάβασμα

Οι κομψοί άνδρες και γυναίκες της Κινσάσα και της Μπραζαβίλ

από αριστερά:
η Ζαν Μαρί, 52 ετών,
ο Οκιλί, 10 ετών, Brazzaville.
Η Ζουντίθ, 39 ετών,
στην Brazzaville.
© Tariq Zaidi

«Οι λευκοί εφηύραν τα ρούχα, αλλά εμείς κάνουμε τέχνη από αυτά».
Papa Wemba (1949–2016, τραγουδιστής και είδωλο μόδας που εκλαΐκευσε το Sape)

 

Κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό το βιβλίο του Βρετανού φωτογράφου Ταρίκ Ζαϊντί (Tariq Zaidi) με τίτλο: «Sapeurs. Ladies & Gentlemen of the Congo». Σ’ αυτό περιέχονται φωτογραφίες από γυναίκες και άνδρες που είναι οπαδοί του Λα Σαπ (La Sape), μιας υποκουλτούρας της μόδας που απαντάται στις πόλεις Κινσάσα & Μπραζαβίλ του Κονγκό.

176 σελίδες, εκδόσεις Kehrer Verlag 2020

Το Λα Σαπ, αποτελεί τη σύντμηση του Société des Ambianceurs et des Personnes Élégantes (Συντροφιά των Εμψυχωτών Κοινότητας και Κομψών Ατόμων). Επίσης, η λέξη ‘σαπ’ στη γαλλική αργκό σημαίνει ρούχα και αντίστοιχα ‘σαπέ’ ντυμένος. Οι οπαδοί της είναι γνωστοί ως Σαπέρ (Sapeurs) – Σαπέζ (Sapeuses) για τις γυναίκες.

Σε αυτές τις εντυπωσιακές πράγματι φωτογραφίες, ο Ζαϊντί αποτυπώνει πτυχές μιας εξτραβαγκάντ κοινωνίας που έχει ρίζες προερχόμενες από την εξέγερση ενάντια στην αποικιακή καταπίεση.

© Tariq Zaidi

Όπως σημειώνει και ο Ζαϊντί: «Το κίνημα μπορεί να εντοπιστεί στην αντίσταση των Κονγκολέζων της δεκαετίας του 1920, όταν οι νεαροί άνδρες προσπάθησαν να υιοθετήσουν και να μιμηθούν τα γαλλικά και τα βελγικά ρούχα ως τρόπο καταπολέμησης της αποικιακής υπεροχής. Όσοι εργάζονταν σαν υπηρετικό προσωπικό, απέρριψαν τα μεταχειρισμένα ρούχα των αφεντικών τους και έγιναν προκλητικοί καταναλωτές, ξοδεύοντας τους πενιχρούς μηνιαίους μισθούς τους για να αποκτήσουν τις τελευταίες υπερβολικές μόδες από το Παρίσι, » και συνεχίζει: «το Κονγκό είναι μια από τις φτωχότερες περιοχές του κόσμου και έτσι, με την πρώτη ματιά, οι οπαδοί του Λα Σαπ είναι ένα ασυνήθιστο θέαμα. Ντυμένοι με φανταχτερά ρούχα 2.000 δολαρίων με παπιγιόν, καπέλα και ομπρέλες, επιδεικνύουν τα αποκτήματά τους σε χωματόδρομους με θερμοκρασία 40 βαθμών. Το ακαθάριστο εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ήταν 900 $ το 2018, γεγονός που καθιστά απαγορευτική την αγορά ενός ζευγαριού παπουτσιών από δέρμα κροκόδειλου αξίας 1.300 $. »

Και όμως, οι περισσότεροι που υιοθετούν αυτή την στάση ζωής, είναι άνθρωποι του μεροκάματου και θα κάνουν οικονομία για χρόνια ή θα δανειστούν τεράστια ποσά για να χρηματοδοτήσουν τις πολυτελείς γκαρνταρόμπες τους. Οι ίδιοι που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, δεν έχουν καν τρεχούμενο νερό, μόλις ντυθούν μεταμορφώνονται σε ανέμελους δανδήδες. Όταν βγαίνουν στο δρόμο αντιμετωπίζονται σαν αστέρια της ροκ, τα κεφάλια γυρίζουν, φέρνουν ένα αέρα «joie de vivre» στις κοινότητές τους και αψηφούν τις υπάρχουσες βιοτικές συνθήκες.

Το κίνημα ενσαρκώνει την κομψότητα στο στιλ και τους τρόπους των προκατόχων, των αποικιοκρατών δανδήδων. Πλούσιας υφής υφάσματα, ζωντανά χρώματα και τολμηρές δηλώσεις μόδας, όλα με φόντο την έντονη φτώχεια. Η αντιπαράθεση μιας τέτοιας κραυγαλέας κομψότητας στη μέση γεμάτων σκουπιδιών δρόμων και τσίγκινων καλυβών καλυμμένων με στρώματα σκόνης και βρωμιάς και η συνύπαρξη με κατσίκες αποτελεί μια σκληρή αν όχι σουρεαλιστική αντίθεση.

Ο Ταρίκ Ζαϊντί καταλήγει αναφέροντας: «το Λα Σαπ είναι ένα κίνημα που εξελίσσεται συνεχώς, καθώς οι νέοι στερημένοι δικαιωμάτων, χρησιμοποιούν τη μόδα ως τρόπο για να μεταφέρουν το έθνος τους από τις αναπτυσσόμενες χώρες σε ένα πιο ελπιδοφόρο κοσμοπολίτικο μέλλον».

[Τώρα πώς σε μια χώρα κατακερματισμένη από την αποικιοκρατία, τη διαφθορά, τον εμφύλιο πόλεμο και τη φτώχεια, φαντάζονται οι Σαπέρ ότι με την εμμονική τους προσήλωση στη μόδα και τον αληθινά ευγενή, αστικό κώδικα συμπεριφοράς τους μπορούν να βοηθήσουν στην επανόρθωση των αντιπαραθέσεων, είναι απορίας άξιο.]

Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ΄οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου
(ολόκληρου ή αποσπασμάτων)

έρευνα-επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα

© periopton

με στοιχεία από GQ South Africa