7′ διάβασμα

Κάποια στιγμή ο φίλος και αφού είχε μεσολαβήσει αρκετή ώρα, γύρισε και μου είπε: «Εχεις δίκιο. Είναι άλλος τόπος.»
Είχε προηγηθεί μια κουβέντα, για το πώς μπορεί να διαφοροποιηθούν τα χαρακτηριστικά ενός θέματος με την μεταβολή της γωνίας πρόσπτωσης του φωτός.
«Πράγματι» του απάντησα, «κάποια χρονική στιγμή το φως κυριαρχεί, σε κάποια άλλη το φως αναμιγνύεται με τις σκιές. Μετά, πιθανόν, οι σκιές να είναι πηχτές και αδιαπέραστες.»

Αποφεύγοντας το απλουστευμένο με σκοπό να προσπεράσω το κυριολεκτικό και το προφανές -δηλαδή να προσεγγίζουμε το φως προκατειλημμένοι για το πώς πιστεύουμε ότι πρέπει να συμπεριφέρεται- λέω πως ο κύριος στόχος δεν είναι απλώς να συλλάβει ο δημιουργός τη φυσική ομοιότητα, αλλά να στοχεύσει στην πιο συγκεντρωμένη μορφή μιας ισχυρής οπτικής εμπειρίας.
Ας θυμηθούμε τί έλεγε για τους ιμπρεσιονιστές ο Εντμόν Ντυραντύ, στο αντίστοιχο απόσπασμα από το έργο του ‘Νέα Ζωγραφική’: «Με την απεικόνιση μιας πλάτης, θέλουμε να αποκαλυφθεί το ταμπεραμέντο, η ηλικία, η κοινωνική κατάσταση… μέσω ενός ζεύγους χεριών, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε έναν δικαστή ή έναν έμπορο. με μια χειρονομία, μια ολόκληρη σειρά συναισθημάτων.»
Παραθέτω δε τα όσα έχει πει ο Τζον Σαρκόφσκι σχετικά με την μετασχηματική ποιότητα του φωτός σε σχέση με τη φωτογραφία της Ντοροθέα Λανγκ, ‘Πλάτη’ του 1938.

Στο κείμενο που συνοδεύει την εικόνα, αναφέρει, «Είναι πιο εύκολο να βγάζετε καθαρές φωτογραφίες μια συννεφιασμένη ημέρα από ό, τι μια ηλιόλουστη, εν μέρει για τους ίδιους λόγους που είναι πιο εύκολο να ζωγραφίσετε ένα θέμα σε διάχυτο φως. Το φως χωρίς έντονες σκιές περιγράφει ένα αντικείμενο όπως το ξέρουμε, ενώ το φως του ήλιου περιγράφει τι συμβαίνει να μοιάζει με μια συγκεκριμένη στιγμή, με τη μόνιμη μορφή του να κρύβεται και να παραμορφώνεται από το μοτίβο τυχαίων σκοτεινών και φωτεινών περιοχών. Χρειάστηκαν πολλοί αιώνες για να αρχίσουν οι ζωγράφοι να ζωγραφίζουν κάτω από τον ήλιο.» και καταλήγει: «Για να φωτογραφίσεις επιτυχημένα στον ήλιο απαιτείται ένα προσλαμβάνον και χωρίς προκαταλήψεις μάτι, το οποίο δεν θα αποπροσανατολίζεται από την προσδοκία. Αν κάποιος είναι αρκετά καλός για να χειριστεί το ηλιακό φως, για να δει πραγματικά και με ακρίβεια το εφήμερο γεγονός, ακόμα και όταν το θέμα αλλάζει και χειρονομεί και ίσως πρόκειται να απομακρυνθεί και να φύγει για πάντα, το φως του ήλιου είναι ένα από τα πιο υπέροχα πράγματα που μπορεί να φωτογραφίσει ένας φωτογράφος.»
Ορθά. Είναι όλα σχετικά με το φως, είτε είσαι οπαδός του ρεαλισμού είτε της αφαίρεσης. Είτε ανιχνεύονται στον ιμπρεσιονισμό είτε στην αφαίρεση του Πόλοκ και του ντε Κούνινγκ.

‘water 1’
© Κ. Λ. 2020
Πάρε τον χρόνο σου και άρχισε να βλέπεις τη σύνθεση με όρους οπτικών συστατικών∙ λαμπρά λευκά, οι ευμετάβλητες πτυχές του φωτός που διαλύουν την αναγνωρίσιμη ταυτότητα του θέματος και μεταμορφώνουν κοινά και καθημερινά αντικείμενα σε κάτι εκπληκτικά διαφορετικό. Σκεφτείτε τη δραματική απόδοση του φωτός και της σκιάς από τον Αντρέ Κερτέζ. Η τις απεικονίσεις λαχανικών του Έντουαρντ Γουέστον, με τις περίπλοκες υφές τους και τη μετατροπή τους σε μορφές γλυπτικής, ή τον αισθησιασμό και την εκλεπτυσμένη ωμότητα των λουλουδιών του Ρόμπερτ Μάπλθορπ.
Και εδώ τελειώνει η δημιουργική διαδικασία; Οχι βέβαια. Γιατί βλέπετε, πέρα από την κανονική υπάρχει και μια εσωτερική όραση. Αυτό που βλέπουμε μεταφράζεται σε ηλεκτρικά ερεθίσματα που αναμιγνύονται στον εγκέφαλό μας με τη μνήμη. Το μάτι δεν σχετίζεται απλώς με το τι συμβαίνει στο οπτικό μας πεδίο. Κουβαλάμε ολόκληρη την ιστορία μας σε αυτό που βλέπουμε. Είναι η εικόνα μιας παρελθοντικής στιγμής που συγκαλείται στο παρόν. Είναι το «Αυτό μου θυμίζει …» που αναδύεται από πολύ βαθιά. Είναι αυτό που μας συνδέει, μας κρατά και μας παραπέμπει… μια εδραία πεποίθηση αλλά και μια αμυδρή αβεβαιότητα, ενός είδους «μικρό κίτρινο τοίχο» του Μπεργκότ*.

Επανερχόμενος στον Σαρκόφσκι και αν αυτό που είπε για τους ζωγράφους είναι αλήθεια, τότε -δεδομένου του σύντομου χρόνου, αναλογικά, που έχει παρέλθει από την ανακάλυψη του μέσου- πρέπει άραγε να είμαστε σίγουροι πως έχουμε κατανοήσει το φως; Εχουμε επενδύσει αρκετά στην σπουδή αυτής της αρχής ή η εκμάθηση αυτή σταμάτησε ούτως ή άλλως, κατά τη δήλωση του Ντάφι, το ’72; «Η φωτογραφία πέθανε το 1972. Όλα είχαν ειπωθεί μεταξύ 1839 και 1972. Δεν υπάρχει εικόνα μετά το ’72, που να μην την έχω δει πριν από το ’72. Τίποτα καινούργιο. Αλλά μου πήρε λίγο χρόνο για να αντιληφθώ το θάνατό της. Το πρώτο άτομο που το συνειδητοποίησε ήταν ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν. Σταμάτησε και άρχισε να ζωγραφίζει και να σχεδιάζει.»
(Μπράιαν Ντάφι, αυτός που καθόρισε τη φωτογραφία μόδας την δεκαετία του ’60)

Ενα μεγάλο ερώτημα που δεν ξέρω την απάντησή του. Αυτό που γνωρίζω, είναι πως το φως για πολλούς από εμάς είναι ελεύθερο και καθηλωτικό και θα πρέπει έστω και με απόηχους των Έντουαρντ Γουέστον, Άαρον Σίσκιντ, ή του Άλμπερτ Ρένγκερ- Πατς, να δημιουργήσουμε ένα σώμα έργου με έναν μοντερνισμό πιο στιβαρό και πιο χαλιναγωγημένο, αλλά επίσης και ένα έργο το οποίο να είναι αναζωογονητικά πρωτότυπο. (Κ. Λ.)

σημείωση: οι φωτογραφίες του Κάππα Λάμδα έχουν προστεθεί ως συνοδευτική εικονογράφηση και όχι ως εικόνες αναφοράς
*-Την τελευταία φορά που ο Μαρσέλ Προυστ έφυγε από το σπίτι του, ήταν για να πάει να δει έργα του Βερμέερ στο Ζε ντε Πομ. Το επεισόδιο το αναβίωσε στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», περιγράφοντάς το σαν την ύστατη αναλαμπή του ήρωα του, Μπεργκότ. Αδύναμος κι άρρωστος ο συγγραφέας Μπεργκότ πηγαίνει να δει την «Αποψη του Ντελφτ» του Βερμέερ, ένα πίνακα που αγαπά και που όμως τον κατατρέχει γιατί δεν μπορεί να θυμηθεί ένα «μικρό κομμάτι κίτρινου τοίχου».
Απαγορεύεται η καθ΄οιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση/χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων),
των εικόνων μου συμπεριλαμβανομένων
επιμέλεια-κείμενο-εικόνες: Κάππα Λάμδα
© periopton