2′ διάβασμα

απόσπασμα από το διήγημα του Α. Π. Τσέχωφ

ΚΑΗΜΟΣ

[…]Βάζει το παλτό του και πηγαίνει στους στάβλους όπου ξαποσταίνει η φοράδα του. Η σκέψη του είναι στη βρώμη και στο σανό, στον καιρό … Δεν μπορεί να σκεφτεί το γιο του όταν είναι μόνος … Μπορεί να μιλήσει γι’ αυτόν σε κάποιον, αλλά να τον φέρει στο νου του, σχηματίζοντας την εικόνα του, είναι αφόρητα βασανιστικό …

«Μασουλάς; ρωτάει ο Ιωνάς τη φοράδα του κοιτάζοντας τα λαμπερά της μάτια. «Ετσι, τρώγε, τρώγε … Εφόσον δεν έχουμε κερδίσει αρκετά για ν’ αγοράσουμε βρώμη, θα φάμε σανό … Ναι, … Είμαι πολύ μεγάλος πια γι’ αυτή τη δουλειά … Ο γιος μου θα έπρεπε να την κάνει, όχι εγώ …. Αυτός, μάλιστα, ήταν ένας πραγματικός αμαξάς …. Μακάρι να ζούσε….»

«Έτσι είναι, παλιόφιλη …. πάει ο Κοσμάς Ιόνιτς …. μας χαιρέτισε …. Πήγε και πέθανε τελείως αναίτια …. Τώρα, ας υποθέσουμε ότι είχες ένα μικρό πουλάρι , και ήσουν αυτή που το είχε γεννήσει … Και ξαφνικά το χάνεις αυτό το πουλάρι, πεθαίνει… H λύπη σου θα ήταν αβάσταχτη, έτσι δεν είναι; …»

Η μικρή φοράδα μασάει, ακούει, και ξεφυσάει στα χέρια του αφεντικού της. Ο Ιωνάς συνεπαίρνεται και της διηγείται τα πάντα.  (μτφρ. Κάππα Λάμδα -από την Αγγλική έκδοση)

© Κ.Λ.
από τη σειρά ‘ενδοχώρα’
(έργο σε εξέλιξη)
from the series ‘hinterland’
(an ongoing project)

© periopton.com