10′ διάβασμα
Ο Χάντερ Σ. Τόμσον (Hunter S. Thompson), θεμελιωτής της gonzo δημοσιογραφίας και συγγραφέας του υπεραισθητηριακού «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» -μια σχεδόν μυθική φιγούρα, στέλνει ένα σχόλιο στον Τζέιμς Ζανούτο (James Zanutto), επιμελητή ύλης του περιοδικού Pop Photo, για ένα άρθρο σχετικά με τις αρετές της αμερικανικής φωτογραφίας. Βλέπετε ένα από τα λιγότερο γνωστά γεγονότα για τη ζωή του συγγραφέα, είναι η μακροχρόνια σχέση του με την φωτογραφία. Μην περιμένετε όμως κάποια εις βάθος θεώρηση ή μια εντυπωσιακή ανάπτυξη λόγου. Απλώς ο Τόμσον παραθέτει ενδεικτικά γεγονότα για τη φωτογραφική συνθήκη, τα οποία καταδεικνύουν την μετάβασή του από τα πεδία της άγνοιας και του περιστασιακού, στο πεδίο της εκμάθησης και αντίληψης.

Η ανάγνωσή του δεν θα προσθέσει κάτι νέο στα ήδη γνωστά δεδομένα για τη φωτογραφία – π.χ. η αναγωγή της εικόνας πάνω και πέρα από το αντικείμενο ή η οπτική δύναμη μιας φωτογραφίας πέρα από τις περιστάσεις της δημιουργίας της- αλλά διαβάζεται έτσι, σαν ιστορικό ντοκουμέντο, γραμμένο από έναν διάπυρο συγγραφέα που χάραξε την δική του διακριτή τροχιά στο στερέωμα των γραμμάτων.
η επιστολή
James Zanutto
Features Ed.
Pop Photo
One Park Ave,, New York
Μετά την ανάγνωση του «Καλές και Κακές Φωτογραφίες» («Good & Bad Pictures») του Χάτερσλι (Hattersley) στο πιο πρόσφατο τεύχος σου, ανέφερα στον Μπομπ Μπόουν (Bob Bone) ότι σκεφτόμουν πως αποτελεί μια δυνατότητα για άρθρο και πρότεινε να διερευνήσω τις προθέσεις σου. Ο τίτλος του μπορεί να είναι κάτι σαν το «η υπόθεση του χρόνιου φωτογράφου στιγμιοτύπων» («The Case for the Chronic Snapshooter»). Αυτό προκύπτει από τη δήλωση του Hattersley ότι η φωτογράφηση δεν είναι, εξ ορισμού, μια χαμηλή και παραγνωρισμένη τέχνη. Αναφέρει ως παράδειγμα τους Γουίτζι (Weegee) και Καρτιέ-Μπρεσόν (Cartier-Bresson).
Θα μου άρεσε να το δω αυτό δημοσιευμένο. Επειδή όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη για λίγο, διαβάζοντας το Pop Photo και συναστρεφόμενος εδώ και εκεί με φωτογράφους, άρχιζα να αισθάνομαι ότι κανένας άνθρωπος δεν θα πρέπει ποτέ να πατήσει το κουμπί απελευθέρωσης του κλείστρου χωρίς να έχει μεσολαβήσει αρκετός χρόνος εκπαίδευσης και χωρίς να είναι εφοδιασμένος με τον καλύτερο εξοπλισμό, αξίας τουλάχιστον 500 δολαρίων. Σαν ανεξάρτητος συγγραφέας, φωτογραφίζω εδώ και αρκετά χρόνια, συχνά μόνο για ευχαρίστησή μου και άλλες φορές για να εικονογραφήσω τα άρθρα μου. Ηταν μια αποδοτική περίοδος, και πούλησα αρκετές εικόνες, υπερκαλύπτοντας τα έξοδα του εργαστηρίου μου και το αρχικό κόστος του εξοπλισμού μου.
Ο «εξοπλισμός» μου αποτελείται από μια Γιάσικα-Ματ (Yashica-Mat), ένα φθηνό φωτόμετρο, και ένα κίτρινο φίλτρο. Όταν ήρθα στη Νέα Υόρκη, όμως, μου δόθηκε να καταλάβω ότι θα μπορούσα κάλλιστα να φωτογραφίζω με μια Μπράουνι Χοκάι Brownie (Hawkeye). Η μόνη μου σωτηρία ήταν η Χάσελμπλαντ (Hasselblad), η Νίκον και η άμεση εγγραφή σε σχολή φωτογραφίας. Το σκέφτηκα για λίγο και σύντομα βρήκα τον εαυτό μου να τρέχει τριγύρω, πηγαίνοντας από το ένα κατάστημα φωτογραφικών μηχανών στο άλλο, υποσχόμενος ότι θα επέστρεφα την επόμενη μέρα για να αγοράσω έναν πλήρη εξοπλισμό. Εν τω μεταξύ, έβαλα τη φωτογραφική μηχανή μου σε μια βαλίτσα και σταμάτησα να φωτογραφίζω εντελώς. Ήταν βέβαιο ότι τα αποτελέσματα θα ήταν απαράδεκτα, και πέρα από αυτό, ένοιωθα αμήχανα να με βλέπουν στο δρόμο με τον «φτηνιάρικο» εξοπλισμό μου. Τότε διάβασα το κομμάτι του Χάτερσλι.
Μετά από αυτό ξανακοίταξα μερικές από τις εκτυπώσεις μου και συμπέρανα ότι δεν ήταν όλες τους για πέταμα. Στην πραγματικότητα υπήρχαν μερικές που μου άρεσαν πολύ. Και είχα πουλήσει αρκετές, το είχα απολαύσει τραβώντας τις, και μερικές από αυτές είχαν ευχαριστήσει άλλους ανθρώπους.
Αυτή είναι η γνώμη μου με λίγα λόγια. Όταν η φωτογραφία γίνεται τόσο τεχνική ώστε να τρομάζει τους ανθρώπους, χάνεται το στοιχείο της καθαρής απόλαυσης. Οποιοσδήποτε που μπορεί να οραματιστεί τι θέλει να αποτυπώσει στο φιλμ, συνήθως θα βρεί κάποιον τρόπο να το κάνει∙ αντίθετα, ένας που σκέφτεται ότι ο εξοπλισμός του πρόκειται να «δεί» γι’αυτόν, δεν πρόκειται να αποτυπώσει τίποτα. Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι όποιος θέλει να τραβήξει φωτογραφίες, μπορεί να αποκτήσει επαρκή εξοπλισμό και μπορεί, με ελάχιστη προσπάθεια, να μάθει πώς να τον χρησιμοποιεί.
Τότε, όταν οι εικόνες αρχίζουν να μοιάζουν με εκείνες που είχε κατά νου, μπορεί να αρχίσει να σκέφτεται σχετικά με τις πρόσθετες βελτιώσεις που μπορεί να χρειάζονται ή και όχι. Για παράδειγμα, υπάρχουν λίγα πράγματα που δεν μπορείς να φωτογραφίσεις με ταχύτητα 1/500 του δευτερολέπτου, οπότε γιατί να αισθάνεσαι μειονεκτικά αν η φωτογραφική μηχανή σου δεν διαθέτει ταχύτητα 1/1000; Οποιοσδήποτε που μπορεί να αντέξει οικονομικά αυτό το επιπλέον κόστος για το φιλμ Tri-X, μπορεί να φωτογραφίσει σε εσωτερικούς χώρους τη νύχτα με οποιαδήποτε φωτογραφική μηχανή που έχει φακό f/3,5 και ταχύτητα κλείστρου έως 1/50 ή 1/25. Γιατί να παραιτηθείς επειδή δεν μπορείς να αντέξεις οικονομικά μια φωτογραφική μηχανή με φακό f/1,8 ή f/1,4; Πρώτα σπρώξε το f/3,5 στο απόλυτο όριό του και εάν εξακολουθεί να μην αποδίδει, θα βρείς κάποιο τρόπο για να αγοράσεις αυτή την άλλη κάμερα. Εάν όχι, δεν τη χρειάζεσαι ούτως ή άλλως. Επισυνάπτω μερικές εκτυπώσεις για να υποστηρίξω την άποψή μου. Υπάρχουν ορισμένα τεχνικά λάθη σε κάθε μια από αυτές, αλλά έχω πουλήσει γενικά αρκετές έτσι ώστε αυτή η συνήθειά μου -η φωτογράφιση στιγμιοτύπων, να βγάζει τα έξοδά της. Ορισμένες από αυτές ελήφθησαν σε μια εποχή που δεν ήξερα καν ότι ορισμένα φιλμ ήταν πιο ευαίσθητα από άλλα. Στη συνέχεια, όταν ανακάλυψα το Tri-X, πέρασα σε εσωτερικούς χώρους και με λίγα κόλπα, όπως η χρήση οικιακών φωτιστικών κλπ., κατάφερνα συνήθως να πετυχαίνω σε μεγάλο βαθμό αυτό που ήθελα. Και δεν αντιμετώπισα ποτέ μια κατάσταση που με έκανε να φύγω με κατεβασμένο κεφάλι, επειδή δεν μπορούσα να φωτογραφίσω με ταχύτητα 1/1000.
Ίσως η άποψή μου ερεθίσει μερικούς από τους διαφημιζόμενούς σας με λάθος τρόπο, αλλά αμφιβάλλω. Παρ’ όλα αυτά, ο καλύτερος τρόπος να εκτιμήσεις έναν εξαίρετο εξοπλισμό, είναι να φωτογραφίζεις με μηχανήματα που δεν είναι τόσο εξελιγμένα και στη συνέχεια να ανέβεις κλίμακα. Αλλά κανείς δεν θα αναπτύξει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας γρηγορότερα από αυτόν που ξεκινά με μια Λάικα (Leica), αλλά έχει φτωχότερα αποτελέσματα απ’ ότι ο φίλος του με την Ολύμπους Πεν (Olympus Pen).
Και ο άνθρωπος που ξεκινάει με μια φθηνή αλλά επαρκή φωτογραφική μηχανή, θα μάθει σύντομα τους περιορισμούς της και θα εκτιμήσει τη Λάικα του όταν την αποκτήσει.
Έτσι έχουν τα πράγματα. (μτφρ. Κ.Λ.)
οι φωτογραφίες

Καθ ‘όλη τη διάρκεια των πρώτων ταξιδιών του καθώς και των αρχικών εργασιών για περιοδικά, τον Τόμσον θα συνοδεύει μια μεσαίου φορμά διοπτική Γιάσικα-Ματ. Για μία από τις πρώτες, εκτεταμένης μορφής, ιστορίες του, είχε συμβιώσει για ένα χρόνο με μια συμμορία Χελς Έιντζελς (Hell’s Angels), χρησιμοποιώντας ακόμη και την κάμερα σαν ένα τρόπο πρόσβασης. Οι παράνομοι δέχτηκαν την παρουσία του ως άκακου φωτογράφου, προφανώς επειδή αντιλαμβάνονταν σαν λιγότερο επιβλαβή αυτού του είδους την έκθεση από αυτή που μπορούσε να προκαλέσει ένας συγγραφέας και πιθανότατα να θεωρούσαν περισσότερο κολακευτική την προβολή τους μέσα από εικόνες. Οι φωτογραφίες που έκανε δουλεύοντας πάνω σε αυτή την ιστορία περιλαμβάνονται μεταξύ των περισσότερο αναπαραγόμενων και εκτιθέμενων εικόνων του, μαζί με κάποιες αποκαλυπτικές, αν και ερασιτεχνικές, αυτοπροσωπογραφίες από την εποχή της νιότης του.
Απαγορεύεται η καθ΄οιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση/χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)
© periopton
επιμέλεια-μετάφραση-κείμενο: Κάππα Λάμδα